Εύστροφος, ευγενικός, εργατικός, ταλαντούχος και πολύ ώριμος για την ηλικία του. Δουλεύει συστηματικά, μελετά, μαζεύει χρήματα και οργανώνει ένα σχέδιο απόδρασης για την μητέρα του και τον ίδιο. Σκέφτεται όλες τις πιθανότητες, και πως θα καλύψει τα ίχνη τους. Ακολουθεί μια διαδρομή με παραπετάσματα καπνού που αποδεικνύει την εξυπνάδα και την προνοητικότητά του. Ο Ιάκωβος, όπως πολλά παιδιά στην δική του θέση, τα οποία μεγαλώνουν σε μια οικογένεια όπου υπάρχει κακοποίηση, αναλαμβάνει έναν ρόλο που κανονικά δεν του ταιριάζει. Είναι ένα σπάνιο παιδί, που παίρνει μια ακόμη πιο σπάνια απόφαση: να αλλάξει τη “μοίρα” όλων, μαζί και τη δική του. Η απόφασή του να σώσει την μητέρα του είναι βασισμένη σε συναισθηματικούς λόγους. Την αγαπά και θαυμάζει την ευγένεια της, την υπομονή της και την σταθερότητα της στις αρχες της, σε αντίθεση με τον πατέρα του, από τον οποίο έχει πλήρως απομακρυνθεί συναισθηματικά και στον οποίο φέρεται με ψυχρότητα ενώ κατά βάθος τον μισεί.
Τυπική Ελληνίδα νοικοκυρά της επαρχίας, πιστή σε παραδοσιακές αρχές, στην οικογένειά της και στη θρησκεία. Ιδιαίτερα ανεκτική, με ευγενική φύση. Δίνει συνεχώς ευκαιρίες στον άντρα της και τον υπομένει ελπίζοντας ότι αυτός θα αλλάξει και θα ξαναγίνει ο άντρας που κάποτε αγάπησε. Δεν έχει το θάρρος να εγκαταλείψει την οικογένειά της καθώς πιστεύει ότι είναι ταγμένη να τους υπηρετεί. Πάνω της πέφτει όλη η ευθύνη για την οικονομική στήριξη αυτής της οικογένειας, και θεωρεί καθήκον της να μην την αποτινάξει, αλλά να κάνει υπομονή, ακόμη κι αν έχει πια ξεπεράσει κατά πολύ τα όριά της. Εγκλωβισμένη στην καθημερινότητά της και φανερά τρομοκρατημένη από τον άντρα της, δεν είναι σε θέση έστω και να διανοηθεί τη δυνατότητα της φυγής. Η σχέση της με τον Ιάκωβο είναι μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αγάπης. Ο Ιάκωβος, σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, είναι το πραγματικό στήριγμά της.
Εξαρτημένος από τον τζόγο και το αλκοόλ, αγροίκος και παρανοϊκός, είναι μερικές μόνο από τις λέξεις που μπορούν να τον περιγράψουν. Κι όμως, δεν ήταν αυτά πάντοτε τα κυρίαρχα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Παρόλο που είχε μια τάση προς το ποτό και τον τζόγο, όσο εργαζόταν και ήταν ακόμη ερωτευμένος με τη γυναίκα του, έβρισκε προστασία και αγάπη στην οικογένειά του και κατάφερνε να ελέγχει αυτές του τις τάσεις. Η ανεργία, με την αδράνεια και το οικονομικό αδιέξοδο που συνεπάγονται, έβγαλαν στην επιφάνεια τον χειρότερό του εαυτό. Τον μεταμόρφωσαν σε μαλθακό και τεμπέλη, και τον οδήγησαν στην ανάγκη να καλύψει το μεγάλο εσωτερικό του κενό με το παιχνίδι, τον τζόγο και το ποτό. Ωστόσο η ευθύνη γι' αυτήν την κατάντια είναι αποκλειστικά δική του. Η ανάγκη του για χρήματα μεγαλώνει συνεχώς και διεκδικεί τον έλεγχο των χρημάτων του σπιτιού, τα οποία, όμως, παρέχει η Ελένη. Νιώθοντας κατώτερός της, καθώς εκείνη τον συντηρεί οικονομικά, και για να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του και να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, τον οποίο έχει προ πολλού χάσει, ασκεί βία στη γυναίκα του, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αποδείξει, στον εαυτό του κυρίως, ότι είναι κατώτερή του. Απέναντι στον Ιάκωβο, και στα καθήκοντά του ως πατέρας, αδιαφορεί πλήρως. Ο Ιάκωβος για τον Μανώλη είναι απλώς το παιδί για τα θελήματα: ο υπάκουος γιος που δεν δικαιούται να έχει την δική του ύπαρξη, δεν δικαιούται να αντιμιλά, δεν δικαιούται να αρθρώνει λέξη.